- περιδιαβαίνω
- Ν1. περιδιαβάζω2. διαβαίνω ολόγυρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαλαίνω — (ΑΜ) μσν. περιτριγυρίζω, περιδιαβαίνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μωραίνω» … Dictionary of Greek
περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… … Dictionary of Greek